- συνουσιαζομένη
- συνουσιάζωkeep company withpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκινούμαι — έομαι, Α 1. (για συνουσιαζόμενη γυναίκα) κάνω κουνήματα, κάνω τσαλίμια 2. (σπαν. ενεργ.) προσκινῶ, έω (για συνουσιαζόμενους άνδρες) κουνιέμαι … Dictionary of Greek